- ρητορική
- Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων στην Πολιτεία ως τον επίσημο απολογητή της τυραννίδας, και τον Γοργία τον Λεοντίνο, για τον οποίο ιδιαίτερα η ρ. ήταν κυρίως ένα μέσο υποβολής. Για τον Αριστοτέλη, που αφιέρωσε στο θέμα αυτό ένα ειδικό έργο (Ρητορική) που ξεχωρίζει από την Ποιητική (στα αρχαία ελληνικά γράμματα ρ. και ποιητική είχαν στενούς δεσμούς αλληλεξάρτησης), η ρ. παρουσιάζεται ως ικανότητα όχι τόσο του να πείθει κανείς, όσο του να μελετά εκείνο που είναι ικανό να πείσει. Και αργότερα επίσης, η ρητορική τέχνη θεωρήθηκε πάντα, άλλοτε ως όργανο πειθούς και άλλοτε με την καθαρά μορφολογική έννοια της τέχνης του να γράφει κανείς καλά. Στη Ρώμη, ο Κικέρων αντιλαμβανόταν τη ρ. ως τέχνη που συνοψίζει, στο πρόσωπο του τέλειου ρήτορα, τον πολιτισμό σε όλες του τις όψεις. Στον Κουιντιλιανό*, η ρ. έχει άμεση σχέση με τις λογοτεχνικές μορφές και μπορεί να πει κανείς ότι με αυτόν κλείνει η εποχή των θεωρητικών μελετών και της πρακτικής διδασκαλίας σχετικά με τη ρητορεία. στον Μεσαίωνα, η ρ. περιλαμβανόταν στις ελευθέριες τέχνες του trivium· αυστηροί κανόνες είχαν καθιερωθεί για τη λογοτεχνική έκφραση στην εκλογή των λέξεων, στη δομή και στην αρμονία της περιόδου (Κασσιόδωρος). Καταδικάζοντας τα τεχνητά σχήματα του Μεσαίωνα, ο ουμανισμός –που ξαναγύρισε στην κλασική ρ.– αντιλαμβανόταν την τέχνη του λόγου ως έκφραση της μορφής, και οι ρητορικές διατριβές ήταν πάντοτε αξιόλογες μελέτες ποιητικής και αισθητικής (Λορέντσο Βάλα). Στην Αναγέννηση η σημασία της ρ. έγινε αισθητή παράλληλα προς την ανάγκη ενός νέου γλωσσικού οργάνου, ικανού να εκφράσει μια νέα ευαισθησία· και αν και μερικές πραγματείες της Αναγέννησης διατυπώνουν θεωρίες σχετικές με την κομψότητα του λόγου (Dialogo della Retorica του Σπερόνε Σπερόνι, 1542) ή με το μέτρο και τη σαφήνεια, στην ουσία η ρ. θεωρήθηκε ως όργανο που ενυπάρχει στην ίδια την ποιητική δημιουργία και στενά συνδεμένο με αυτήν. To 17o αι., η ρ. και η ποίηση συναντήθηκαν στην περίτεχνη λεκτική επεξεργασία, στον μεταφραστικό λόγο, στα πνευματώδη ευρήματα: αυτό οδήγησε στην «εννοιοκρατία» (H oξυδέρκεια και η τέχνη της μεγαλοφυΐας-Agudeza y arte de ingenio του Γκραθιάν*, 1648, Αριστοτελική διόπτρα-Cannocchiale aristotelico του Εμανουέλε Τεζάουρο, 1654). Η αντίδραση στο ύφος μπαρόκ, που είχε ήδη αρχίσει από τα μέσα του 18ου αι. κυρίως με τον Σεζάρ Σενό Ντι Μαρσέ (Περί τρόπων-Des tropes, 1730) και αργότερα, μεταξύ άλλων, από τον Χένρι Χόουμ (Στοιχεία κριτικής-Elements of Criticism, 1762), πήρε αποφασιστικό χαρακτήρα με τον ρομαντισμό όταν η τέχνη, που την εννοούσαν ως ενστικτώδη και ατομική έμπνευση, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη θεωρία της ρ. Ο Κρότσε θεωρεί τη ρ. ως καθαρά αφηρημένη και ακαδημαϊκή διάκριση.
Στην Ελλάδα η ρητορική πράξη μεταπήδησε από την «αγορά» και την Πνύκα των αρχαίων χρόνων στον άμβωνα των βυζαντινών εκκλησιών, όπου αναδείχτηκαν σημαντικοί ρήτορες (με κορυφαίο τον εκπρόσωπο της πρώτης μεγάλης εποχής της χριστιανικής ρητορείας Ιωάννη Χρυσόστομο). Η εκκλησιαστική παράδοση της βυζαντινής ρ. συνεχίστηκε πρακτικά στην τουρκοκρατούμενη και βενετοκρατούμενη Ελλάδα (Κοσμάς Αιτωλός, Ηλίας Μηνιάτης, Νικηφόρος Θεοτόκης) και στα χρόνια της Επανάστασης (Νεόφυτος Βάμβας, Θεόφιλος Καΐρης), ή θεωρητικά από Έλληνες της διασποράς στη Δύση (Φραγκίσκος Σκούφος).
Προσωποποίηση της Ρητορικής σε ταπητουργική σύνθεση της Αναγέννησης.
* * *η / ῥητορική, ΝΜΑβλ. ρητορικός.
Dictionary of Greek. 2013.